πρωτοσύστατος

πρωτοσύστατος
η , ο [ος , ον ] недавно созданный; впервые основанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωτοσύστατος" в других словарях:

  • πρωτοσύστατος — η, ο / πρωτοσύστατος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μόλις συστάθηκε, ο νεοσύστατος αρχ. αρχικός ή πρωτότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ σύστατος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»